- τενεκετζής
- ο жестянщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τενεκετζής — και ντενεκετζής, ο, Ν τεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke ci (βλ. και τζής, πρβλ. σουβλα τζής)] … Dictionary of Greek
τενεκετζής — ο πληθ. ήδες, και ντενεκετζής, ο τεχνίτης ειδικός για τενεκεδένια είδη, φαναρτζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τενεκετζήδικο — και ντενεκετζήδικο, το, Ν [τενεκετζής] το εργαστήριο τού τενεκετζή … Dictionary of Greek
φαναρ(ι)τζής — ο, Ν 1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός 2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής 3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. τζής*] … Dictionary of Greek
φαναρ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες 1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής. 2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανοποιός — ο ο κατασκευαστής φανών, ο φαναρτζής, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)